- ευδόκιμος
- ος, ο[ν]1) успешный, удачный; действенный, эффективный; 2) заслуживающий внимания, ценный;
§ ευδόκιμος υπηρεσία — безупречная служба
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ ευδόκιμος υπηρεσία — безупречная служба
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Εὐδόκιμος — in good repute masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδόκιμος — in good repute masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδόκιμος — I (9ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Καππαδοκία και ήταν αξιωματούχος επί Θεοφίλου. Πολιτεύτηκε, κατά τους χρονικογράφους, με οσιότητα. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Ιουλίου. II (16ος αι.). Υμνογράφος. Πολλοί τον… … Dictionary of Greek
εὐδοκιμώτερον — εὐδόκιμος in good repute masc acc comp sg εὐδόκιμος in good repute neut nom/voc/acc comp sg εὐδόκιμος in good repute adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκιμωτάτω — εὐδόκιμος in good repute masc/neut nom/voc/acc superl dual εὐδόκιμος in good repute masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκιμωτάτων — εὐδόκιμος in good repute fem gen superl pl εὐδόκιμος in good repute masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκιμωτέρων — εὐδόκιμος in good repute fem gen comp pl εὐδόκιμος in good repute masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκιμώτατα — εὐδόκιμος in good repute adverbial superl εὐδόκιμος in good repute neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκιμώτατον — εὐδόκιμος in good repute masc acc superl sg εὐδόκιμος in good repute neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκίμως — εὐδόκιμος in good repute adverbial εὐδόκιμος in good repute masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδόκιμον — εὐδόκιμος in good repute masc/fem acc sg εὐδόκιμος in good repute neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)